- ιδιοθηρευτικός
- ἰδιοθηρευτικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που θηρεύει, που κυνηγά μόνος ή για τον εαυτό του2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰδιοθηρευτική (ενν. τέχνη)ιδιωτική θήρα, το να θηρεύει κάποιος στα κτήματά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο-* + θηρευτικός].
Dictionary of Greek. 2013.